κακότητ'

κακότητ'
κακότητα , κακότης
badness
fem acc sg
κακότητι , κακότης
badness
fem dat sg
κακότητε , κακότης
badness
fem nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακότητα — η (AM κακότης) [κακός] 1. κακός χαρακτήρας, κακία, έχθρα, μοχθηρία, πονηρία («τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος», Ομ. Ιλ.) 2. κακή πρόθεση («οὐδεμιῇ κακότητι λειφθῆναι τῆς ναυμαχίης», Ηρόδ.) μσν. αρχ. κακή κατάσταση, αθλιότητα («εὐναὶ δὲ παράτροποι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”